- αισχυνομένως
- αἰσχυνομένως (Α)σεμνά, ντροπαλά.[ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. τού ρ. αἰσχύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχυνομένως — αἰσχῡνομένως , αἰσχύνω make ugly pres part mp masc acc pl (doric) αἰσχυνομένως modestly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek